φυλή

φυλή
φῡλή, , ([etym.] φύω) prop.,
A like φῦλον, a race, tribe; but acc. to Dicaearch.Hist.9 a union formed in an organized community (whether πόλις or ἔθνος): hence, tribe, i.e.
I a body of men united
1 by supposed ties of blood and descent, clan, such as the three Dorian tribes, Rhetra ap.Plu.Lyc.6, Hdt.5.68, St.Byz. s. vv. Ὑλλεῖς, Δυμᾶνες, IG4.596 ([place name] Argos); of the four Ionic tribes, Hdt.5.69, Arist.Ath.8.3, Plu.Sol.19, etc.; of the Laconian, Hdt.4.145; of the old Roman, D.H.2.7, etc.; of the Persian, X.Cyr.1.2.5 and 12; of the Jewish, LXXNu.1.4, al. (but also of subdivisions of the tribe ([etym.] σκῆπτρον), ib. 1 Ki.10.20.21), Ev.Matt.19.28, etc.
2 by local habitation, such as the ten local tribes at Athens formed by Cleisthenes, Hdt.5.69, 6.131, IG12.10.44, al.; or those formed by Servius at Rome, φ. τοπικαί, opp. γενικαί, D.H.4.14, cf. Plu. Rom.20; in Roman Egypt, BGU1113.3 (i B.C.), PFlor.39.4 (iv A. D.), etc., cf. (in general) Arist.Pol.1264a8, 1300a25, 1309a12, Pl. Lg.753c, etc.
3 subdivision of the priests in each Egyptian temple, OGI56.24 (Canopus, iii B. C.), PAmh.2.112.7 (ii A. D.), etc.
II military contingent furnished by a tribe, among the Athenians, Hdt.6.111, IG12.1085;

ὁπλιτῶν Th.6.98

, cf. 3.90, X.HG 4.2.19, Pl.Lg.755c, 755d;

ταξίαρχος εἰς τὴν φυλὴν κατατάξας Lys.13.79

.
2 representatives of a tribe, on political bodies, φυλῆς πρυτανευούσης, προεδρευούσης, IG1.26a16, SIG589.2 (Magn.Mae., ii B.C.), etc.
III of things, = γένος, kind, species,

κατὰ φυλὰς διεκρίνομεν τὰ ἔπιπλα X.Oec.9.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φυλή — a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλή — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού Δυτ. Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Κλειστών (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται στις νότιες… …   Dictionary of Greek

  • φυλή — η 1. σύνολο προγόνων και απογόνων με κοινή καταγωγή και κοινά σωματικά χαρακτηριστικά, που διατηρούνται σταθερά με την τεκνογονία: Λευκή φυλή. 2. έθνος, εθνότητα: Ελληνική φυλή. 3. υποδιαίρεση είδους: Ανθρώπινες φυλές. 4. ως κύρ. όνομα, Φυλή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φυλῇ — Φυλῆι , Φυλεύς masc dat sg (epic ionic) Φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλῇ — φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind mid 2nd sg (doric) φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind act 3rd sg (doric) φῡλῇ , φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλή — φῡλή , φυλή a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φύλη — Φύλης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκοποειδής φυλή — Φυλή που ανακαλύφθηκε σε απολιθώματα της νότιας Αφρικής και από την οποία κατάγονται οι σημερινοί Βουσμάνοι και Οτεντότοι. Η ονομασία οφείλεται στη Βόσκοπ, τοποθεσία στο Τράνσβααλ, όπου πρωτοβρέθηκε το 1913 απολιθωμένο κρανίο του homo sapiens.… …   Dictionary of Greek

  • θιβετιανή φυλή — Φυλή που ανήκει στην ομάδα των προμογγολοειδών. Χαρακτηρίζεται από το κιτρινομελάχρινο έως το κοκκινομελάχρινο χρώμα του δέρματος, τα μαύρα ίσια μαλλιά, το κοντό ή μέσο ανάστημα, τα λίγο ανοιχτά μάτια, με ανώτατο βλέφαρο ισχυρά αναδιπλωμένο, αλλά …   Dictionary of Greek

  • νοτιομογγολική φυλή — Φυλή του κλάδου των Μογγολιδών, που χαρακτηρίζεται από το μικρό ανάστημα (1,58 μ.) το καστανοκίτρινο χρώμα του δέρματος, το φαρδύ, συχνά και πεπλατυσμένο, πρόσωπο και την κοντή συνήθως μύτη με κοίλο προφίλ και πτερύγια διεσταλμένα. Τα χείλη… …   Dictionary of Greek

  • ουραλική φυλή — Φυλή του κορμού των Προευρωπιδών, περιορισμένη σήμερα σε μια περιοχή της δυτικής Σιβηρίας (λεκάνη του Ομπ). Τα σωματικά χαρακτηριστικά της ουραλικής φυλής είναι τα τυπικά των Προευρωπιδών, δηλαδή το καστανόλευκο χρώμα του δέρματος, τα καστανά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”